- οίοπερ
- οἷοπερ (Α)(επικ. τ. τής γεν. τής αντων.) βλ. ὅσπερ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όσπερ — ήπερ, όπερ (Α ὅσπερ και ὅπερ και επικ. τ. οἷόπερ, ἥπερ, ὅπερ) ακριβώς εκείνος που, ακριβώς αυτός που αρχ. 1. (οι πλάγ. πτώσεις ως επίρρ.) α) ὅπερ i) γι αυτόν τον λόγο ii) αν και β) ἅπερ καθώς, όπως γ) οὗπερ όπου δ) ᾗπερ, δωρ. τ. ᾇπερ, ιων. τ.… … Dictionary of Greek